- φιλησίμολπος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) φιλόμολπος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι- τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + -μολπος (< μολπή), πρβλ. ἐρασί-μολπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλησίμολπε — φιλησίμολπος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek